- προκριθείς
- προκρῐθείς , προκρίνωchoose before othersaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειροτονητός — ή, όν, ΜΑ [χειροτονῶ] αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με χειροτονία, με ανάταση τών χεριών και όχι με κλήρωση (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης», Αισχίν. β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ ἁπάντων προκριθεὶς ἄρχων»,… … Dictionary of Greek